Εὐαγόρας Παλληκαρίδης: Ἕνα ξεχασμένο πρότυπο για τους νέους
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας σήμερα εἶναι τά πρότυπα. Ὅταν παρατηροῦμε, συνήθως ἐπικριτικά, τίς συμπεριφορές τῶν νέων ἀνθρώπων, ἀποφεύγουμε νά ἀναζητήσουμε τά αἴτια πού τίς διεμόρφωσαν. Θεωροῦμε ὅτι ἕνα πολύ βασικό ἀπό αὐτά εἶναι ἡ ἔλλειψις προτύπων, ἤ ἀκόμη χειρότερα, ἡ καλλιέργεια καί ἡ προβολή τῶν λάθος προτύπων.
Πόσοι ἄραγε θυμήθηκαν αὐτήν τήν ἑβδομάδα ὅτι τέτοιες μέρες τό 1957 ἐβάδιζε πρός τήν ἀθανασία ὁ ἀγωνιστής τῆς ΕΟΚΑ Εὐαγόρας Παλληκαρίδης; Πόσοι μίλησαν στά παιδιά τους γιά αὐτόν τόν ἥρωα πού ἔμεινε αἰώνια 19 χρονῶν, ἔχοντας προλάβει νά ἀφήσει, πέρα ἀπό ἕνα παράδειγμα ἡρωικοῦ τρόπου ζωῆς, τίς παρακαταθῆκες τῶν συγγραμμάτων του. Ὁ Παλληκαρίδης χάραξε μέ τήν πέννα του φράσεις πού μιλοῦν στήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα. Τοῦ πραγματικοῦ Ἕλληνα. Λόγια πού ὑπερβαίνουν ἀκόμη καί πολλούς καταξιωμένους λογοτέχνες. Λόγια ἱκανά νά ἐξοβελίσουν τήν μικρότητα κάποιων οὐτιδανῶν, τούς ὁποίους κάποιοι θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν σάν πρότυπα μιᾶς νέας (!) ἐποχῆς.
- Tοῦ Εὐθ. Π. Πέτρου
«Θά πάρω μιάν ἀναφορά, θά πάρω μονοπάτια, νά βρῶ τά σκαλοπάτια, πού πᾶν’ στή λευτεριά» ἔγραψε ὁ Παλληκαρίδης στούς συμμαθητές του, τήν ἡμέρα πού ἄφησε τό σχολεῖο γιά νά βγεῖ στόν ἀγῶνα. Νά ἀνταποκριθεῖ στήν σάλπιγγα τοῦ Ἀρχηγοῦ Διγενῆ πού «στόν ἦχο τῆς φωνῆς του ἔτρεξε ὅλη ἡ λεβεντιά γιά ν’ ἀρχίσουνε τή δράση εἰς τῆς Κύπρου τά βουνά.»
Θυμίζουν οἱ στίχοι τοῦ Παλληκαρίδη τό δημῶδες πού κάποτε διδασκόταν στά σχολεῖα, ὅπου ὁ ἀνώνυμος Ἕλληνας τοῦ 1821 προσωποποιούμενος μέ τό ὄνομα Βασίλης ἀπορρίπτει τίς προτροπές νά «κάτσει φρόνιμα καί νά γίνει νοικοκύρης» ὑπό τόν ζυγό τῶν Τούρκων. Καί ἀπευθυνόμενος πρός τήν Μάννα, τήν αἰώνια Ἑλληνίδα μάννα, τῆς λέγει: «Φέρε μου τ’ ἀλαφρό σπαθί καί τό βαριό τουφέκι / νά πεταχτῶ σάν τό πουλί ψηλά στά κορφοβούνια / νά πάρω δίπλα τά βουνά, νά περπατήσω λόγκους / νά βρῶ λημέρια τῶν κλεφτῶν, γιατάκια καπετάνων / καί νά σουρίξω κλέφτικα, νά σμίξω τούς συντρόφους / πού πολεμοῦν μέ τήν Τουρκιά καί μέ τούς Ἀρβανῖτες».
Ὁ Βασίλης τοῦ 1821 ἦταν τό πρότυπο γιά τόν Εὐαγόρα Παλληκαρίδη τοῦ 1957. Ὁ Παλληκαρίδης ἔπρεπε νά εἶναι τό πρότυπο γιά τά δικά μας παιδιά. Γενιές καί γενιές Ἑλλήνων μεγάλωσαν, ἔζησαν ἀγωνίσθηκαν, καί βῆμα-βῆμα ἀπελευθέρωναν τήν Ἑλλάδα. Ἀψήφησαν τά κανόνια τῶν Τούρκων καί τίς κρεμάλες τῶν Ἄγγλων, καί κράτησαν ψηλά τά ἰδανικά τῆς φυλῆς μαχόμενοι «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστη τήν Ἁγία καί γιά τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερία.»
Καί ἦλθαν σήμερα κάποιοι ἀνιστόρητοι, πού ἔχουν ἀναδειχθεῖ καί σέ δημόσια πρόσωπα, νά ὑποστηρίξουν ὅτι ἡ πίστις πού κράτησε τούς Ἕλληνες ζωντανούς σέ αἰῶνες ἀντιξοοτήτων εἶναι «ξεπερασμένη», ὅτι ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας εἶναι «ἰμπεριαλισμός» ὅτι ὁ ἐθνικισμός εἶναι κάτι κακό. Δέν θά ποῦμε πολλά. Δέν τούς ἀξίζει. Θά ἀναφέρουμε μόνον ὅτι ὁ διορατικός κεντρῶος πολιτικός τοῦ μεσοπολέμου Ἀλέξανδρος Παπαναστασίου ἀνήγαγε τόν ἐθνικισμό σέ εὐγενῆ πατριωτισμό.
Μᾶς ὁδηγοῦν νά ξεκόψουμε ἀπό τίς ρίζες τοῦ ἐθνικοῦ μας κορμοῦ, νά ἀρνηθοῦμε πανανθρώπινες ἀρχές καί ἀξίες καί νά υἱοθετήσουμε παρακμιακά πρότυπα ἀτόμων πού προβάλλουν τά συμπλέγματά τους ὡς ἀρετές. Καί μετά ἀποροῦμε πού οἱ νέοι ἀντιδροῦν στό κοινωνικό περιβάλλον πού ἔχει διαμορφωθεῖ. Πού ἀπορρίπτουν τίς πνευματικές ψῶρες τίς ὁποῖες κάναμε πρότυπα ζωῆς. Νά θυμίσουμε ὅτι ἔτσι ἐχαρακτήριζε τόν κομμουνισμό ὁ κορυφαῖος Νῖκος Καζαντζάκης, ἀλλά οἱ ψῶρες αὐτές στήν ἐποχή μας εἶναι πολύ περισσότερες.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάποιοι νέοι ἀντιδροῦν κατά τρόπο ὑπερβολικό. Θά ἐπαναλάβουμε ὅμως ὅτι δέν φταῖνε αὐτοί. Ἀντιδροῦν μέσα σέ ἕνα πλαίσιο πού δέν τούς ἐμπνέει γιά τίποτε καλύτερο, εὐγενέστερο, ὑψηλότερο. Ἀκόμη καί τήν οἰκογένεια τήν ὑποβαθμίσαμε σέ προϊόν συμβολαιογραφικῆς πράξεως. Πῶς λοιπόν τέτοιες κατ’ εὐφημισμόν ἑνώσεις προσώπων θά διαπλάσουν χαρακτῆρες μέ ἀρετές; Καί ποῦ εἶναι τό ἑλληνικό σχολεῖο νά βαπτίσει τούς νέους Ἕλληνες στά νάματ τῆς φυλῆς; Οἱ «ἀγράμματοι» μαχητές τοῦ 1821 ἦσαν πολύ πιό μορφωμένοι ἀπό ὅλους ἐμᾶς.
Καί ὁ Παλληκαρίδης, ἡ φυσική συνέχειά τους, ἔγραφε: «Δέν λυπᾶμαι γιά τίποτα. Ἄς χάσω τό κάθε τί. Μία φορά κανείς πεθαίνει. Θά βαδίσω χαρούμενος στήν τελευταία μου κατοικία. Τί σήμερα, τί αὔριο; Ὅλοι πεθαίνουν μιά μέρα. Εἶναι καλό πρᾶγμα νά πεθαίνει κανείς γιά τήν Ἑλλάδα. Ὥρα 7:30. Ἡ πιό ὄμορφη μέρα τῆς ζωῆς μου. Ἡ πιό ὄμορφη ὥρα. Μή ρωτᾶτε γιατί».
Ἦταν 14 Μαρτίου 1957. Στίς Κεντρικές Φυλακές τῆς Λευκωσίας. Σέ ἕναν τόπο θυσίας καί προσκυνήματος. Ἐκεῖ ἀπό ὅπου πρέπει τοὐλάχιστον μιά φορά στήν ζωή του νά περάσει κάθε Ἕλληνας καί νά σκύψει τό κεφάλι μπροστά στά Φυλακισμένα Μνήματα. Ἐκεῖ ὅπου ἀναπαύονται κάποιοι ἀπό τούς τελευταίους ἥρωες τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
ΠΗΓΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΣΤΙΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου